Αγίου Αθανασίου, μονή

Αγίου Αθανασίου, μονή
Ονομασία τριών μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στο Μεγάλο Πεύκο της Μεγαρίδας. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (παλαιοημερολογίτες). Ιδρύθηκε το 1961. Τιμάται στο όνομα του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. 2. Γυναικείο ησυχαστήριο στην Αμαλιάδα, που εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 3. Μοναστηριακό μετόχι στο χωριό Φίλια της επαρχίας Καλαβρύτων, που υπάγεται στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • Μίλιος Ζουπανοπολίτης — (18ος 19ος αι.). Ο κυριότερος εκπρόσωπος της ελληνικής λαϊκής γλυπτικής και ένας από τους λιγοστούς επώνυμους λαϊκούς καλλιτέχνες. Γεννήθηκε στο Ζουπάνι (σημερινό Πεντάλοφο) των ηπειρομακεδονικών συνόρων και δούλεψε στα χωριά του Πηλίου κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • Πρέσπα — (ή Βρυγηίς). Όνομα 2 λιμνών, της Μεγάλης Π. και της Μικρής Π., που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μακεδονίας, στον νομό Φλώρινας (υψόμ. 850 μ.), και ανήκουν και η Μεγάλη (συνολική επιφάνεια 270 τ. χλμ.) στην Ελλάδα (37 τ. χλμ.), στην πρώην …   Dictionary of Greek

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • Καλόθετος — Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας, για την οποία σώζονται πληροφορίες από τον 12o αι. έως τα μέσα του 16ου αι. Μέλη της έζησαν στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Κρήτη, στην Κέρκυρα κ.α. Τα γνωστότερα από τα μέλη του οίκου είναι οι: 1. Ανδρέας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”